ομοιόστομος: Difference between revisions
From LSJ
Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor
(28) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὁμοιόστομος]], -ον (Α)<br />αυτός του οποίου τα δύο μέτωπα, δηλ. οι πρώτες γραμμές της μάχης, [[είναι]] στραμμένα [[προς]] το ίδιο [[μέρος]] («[[ὁμοιόστομος]] [[διφαλαγγία]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὁμοιοστόμως</i> (Α)<br />δια μέσου του ίδιου μετώπου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομοι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), | |mltxt=[[ὁμοιόστομος]], -ον (Α)<br />αυτός του οποίου τα δύο μέτωπα, δηλ. οι πρώτες γραμμές της μάχης, [[είναι]] στραμμένα [[προς]] το ίδιο [[μέρος]] («[[ὁμοιόστομος]] [[διφαλαγγία]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὁμοιοστόμως</i> (Α)<br />δια μέσου του ίδιου μετώπου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομοι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), [[πρβλ]]. [[στενόστομος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:31, 10 May 2023
Greek Monolingual
ὁμοιόστομος, -ον (Α)
αυτός του οποίου τα δύο μέτωπα, δηλ. οι πρώτες γραμμές της μάχης, είναι στραμμένα προς το ίδιο μέρος («ὁμοιόστομος διφαλαγγία»).
επίρρ...
ὁμοιοστόμως (Α)
δια μέσου του ίδιου μετώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -στομος (< στόμα), πρβλ. στενόστομος].