στενόστομος

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στενόστομος Medium diacritics: στενόστομος Low diacritics: στενόστομος Capitals: ΣΤΕΝΟΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: stenóstomos Transliteration B: stenostomos Transliteration C: stenostomos Beta Code: steno/stomos

English (LSJ)

στενόστομον, narrow mouthed, τεῦχος A.Fr.108; ποτήρια Artem.1.66; μῆτραι Hp.Mul. 1.2, Sor.2.56; λιμήν Str.7.4.2; ἀγγεῖα Herod.Med. ap. Orib.5.30.23.

German (Pape)

[Seite 935] mit engem Munde, Ausgange, τεῖχος, Aesch. frg. 25; ποτήριον, Artemid. 1, 66.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à bouche ou embouchure étroite.
Étymologie: στενός, στόμα.

Russian (Dvoretsky)

στενόστομος: с узким отверстием, узкогорлый (τὸ τεῦχος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

στενόστομος: -ον, ὁ ἔχων στενὸν στόμα, ἢ στόμιον, τεῦχος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 107, πρβλ. Ἀρτεμ. 1. 66· ἐπὶ λιμένος, Στράβ. 308.

Greek Monolingual

-η, -ο / στενόστομος, -ον, ΝΑ
(ιδίως για αγγείο) αυτός που έχει στενό στόμα, στενό στόμιο («στενόστομα ποτήρια», Αρτεμίδ. Δαλδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + -στομος (< στόμα), πρβλ. μεγαλό-στομος].

Greek Monotonic

στενόστομος: -ον (στόμα), αυτός που έχει στενό στόμα ή στόμιο, σε Στράβ.

Middle Liddell

στενό-στομος, ον, στόμα
narrow-mouthed, Strab.