οξυωπής: Difference between revisions
From LSJ
Τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα → Love is the name for our pursuit of wholeness, for our desire to be complete
(29) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀξυωπής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει δυνατή όραση («τῶν δ' ὀφθαλμῶν οἱ μὲν μεγάλοι, οἱ δὲ... ὀξυωπέστατοι ἐπὶ παντὸς ζώου», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που οξύνει, που ενισχύει την όραση. Επίρρ. (στον συγκριτ. και στον υπερθ.) <i>ὀξυωπέστερον</i>, <i>ὀξυωπέστατα</i><br />με δυνατότερη ή με πολύ [[οξεία]] όραση.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄπωπα]]), | |mltxt=[[ὀξυωπής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει δυνατή όραση («τῶν δ' ὀφθαλμῶν οἱ μὲν μεγάλοι, οἱ δὲ... ὀξυωπέστατοι ἐπὶ παντὸς ζώου», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που οξύνει, που ενισχύει την όραση. Επίρρ. (στον συγκριτ. και στον υπερθ.) <i>ὀξυωπέστερον</i>, <i>ὀξυωπέστατα</i><br />με δυνατότερη ή με πολύ [[οξεία]] όραση.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄπωπα]]), [[πρβλ]]. [[πολυωπής]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:40, 10 May 2023
Greek Monolingual
ὀξυωπής, -ές (Α)
1. αυτός που έχει δυνατή όραση («τῶν δ' ὀφθαλμῶν οἱ μὲν μεγάλοι, οἱ δὲ... ὀξυωπέστατοι ἐπὶ παντὸς ζώου», Αριστοτ.)
2. αυτός που οξύνει, που ενισχύει την όραση. Επίρρ. (στον συγκριτ. και στον υπερθ.) ὀξυωπέστερον, ὀξυωπέστατα
με δυνατότερη ή με πολύ οξεία όραση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -ωπής (< ὄπωπα), πρβλ. πολυωπής].