παλινοδώ: Difference between revisions

From LSJ

γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural

Source
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ παλινοδῶ, -έω)<br />[[επιστρέφω]] από τον ίδιο δρόμο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>παλινοδοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />(για αριθμούς) επαναλαμβάνομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οδῶ</i>, πιθ. μέσω αμάρτυρου <i>παλίν</i>-<i>οδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὁδός]]), <b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-<i>οδώ</i>].
|mltxt=(ΑΜ παλινοδῶ, -έω)<br />[[επιστρέφω]] από τον ίδιο δρόμο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>παλινοδοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />(για αριθμούς) επαναλαμβάνομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οδῶ</i>, πιθ. μέσω αμάρτυρου <i>παλίν</i>-<i>οδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὁδός]]), [[πρβλ]]. [[ευοδώ]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:15, 10 May 2023

Greek Monolingual

(ΑΜ παλινοδῶ, -έω)
επιστρέφω από τον ίδιο δρόμο
αρχ.
παθ. παλινοδοῦμαι, -έομαι
(για αριθμούς) επαναλαμβάνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -οδῶ, πιθ. μέσω αμάρτυρου παλίν-οδος (< ὁδός), πρβλ. ευοδώ].