ριζόφυλλος: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
(36)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ῥιζόφυλλος]], -ον, ΝΜΑ<br />(για [[φυτό]]) αυτός που βγάζει φύλλα από πολύ [[χαμηλά]], από τη [[ρίζα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ριζόφυλλο</i><br />[[φύλλο]] που βλαστάνει από τη [[ρίζα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥίζα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φυλλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φύλλον]]), <b>πρβλ.</b> <i>γωνιό</i>-<i>φυλλος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[ῥιζόφυλλος]], -ον, ΝΜΑ<br />(για [[φυτό]]) αυτός που βγάζει φύλλα από πολύ [[χαμηλά]], από τη [[ρίζα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ριζόφυλλο</i><br />[[φύλλο]] που βλαστάνει από τη [[ρίζα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥίζα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φυλλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φύλλον]]), [[πρβλ]]. [[γωνιόφυλλος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:32, 10 May 2023

Greek Monolingual

-η, -ο / ῥιζόφυλλος, -ον, ΝΜΑ
(για φυτό) αυτός που βγάζει φύλλα από πολύ χαμηλά, από τη ρίζα
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ριζόφυλλο
φύλλο που βλαστάνει από τη ρίζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + -φυλλος (< φύλλον), πρβλ. γωνιόφυλλος].