γωνιόφυλλος

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γωνιόφυλλος Medium diacritics: γωνιόφυλλος Low diacritics: γωνιόφυλλος Capitals: ΓΩΝΙΟΦΥΛΛΟΣ
Transliteration A: gōnióphyllos Transliteration B: gōniophyllos Transliteration C: goniofyllos Beta Code: gwnio/fullos

English (LSJ)

γωνιόφυλλον, with pointed leaves, Thphr. HP 1.10.5.

Spanish (DGE)

-ον
que tiene hojas lanceoladas o afiladas ὁ φοῖνιξ καί ὁ κόϊξ Thphr.HP 1.10.5.

German (Pape)

[Seite 512] mit winkligen Blättern, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

γωνιόφυλλος: -ον, ὁ ἔχων γωνιώδη φύλλα, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 1. 10, 5.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α γωνιόφυλλος, -ον)
(για φυτά) αυτός που έχει μυτερά φύλλα.