σωματουργός: Difference between revisions
From LSJ
ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-όν, ΜΑ<br />(για [[τέχνη]] ή [[επάγγελμα]]) αυτός που κατασκευάζει σώματα («τέχναι καὶ χειρουργίαι τούτων ὑπ' ἀνθρώπων εὕρηνται σωματουργοί», Διον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῶμα]], <i>σώματος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), | |mltxt=-όν, ΜΑ<br />(για [[τέχνη]] ή [[επάγγελμα]]) αυτός που κατασκευάζει σώματα («τέχναι καὶ χειρουργίαι τούτων ὑπ' ἀνθρώπων εὕρηνται σωματουργοί», Διον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῶμα]], <i>σώματος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), [[πρβλ]]. [[δραματουργός]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:50, 10 May 2023
English (LSJ)
όν, creative of bodies, Id.in Prm.p.638 S., in Ti.1.311 D.
German (Pape)
[Seite 1060] verkörpernd, Sp.
Greek Monolingual
-όν, ΜΑ
(για τέχνη ή επάγγελμα) αυτός που κατασκευάζει σώματα («τέχναι καὶ χειρουργίαι τούτων ὑπ' ἀνθρώπων εὕρηνται σωματουργοί», Διον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. δραματουργός].