φαρμακοστεγής: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source
(44)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Ν<br />(βιολ.-ιατρ.) (για οργανισμό) αυτός που εθίζεται σε ορισμένες ουσίες, με [[αποτέλεσμα]] να καθίσταται [[ανθεκτικός]] σε αυτές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φάρμακο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στέγης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στέγη]]) <b>πρβλ.</b> <i>υδατο</i>-<i>στεγής</i>].
|mltxt=-ές, Ν<br />(βιολ.-ιατρ.) (για οργανισμό) αυτός που εθίζεται σε ορισμένες ουσίες, με [[αποτέλεσμα]] να καθίσταται [[ανθεκτικός]] σε αυτές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φάρμακο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στέγης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στέγη]]) [[πρβλ]]. [[υδατοστεγής]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:05, 10 May 2023

Greek Monolingual

-ές, Ν
(βιολ.-ιατρ.) (για οργανισμό) αυτός που εθίζεται σε ορισμένες ουσίες, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανθεκτικός σε αυτές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακο + -στέγης (< στέγη) πρβλ. υδατοστεγής].