φουρκάδα: Difference between revisions

From LSJ

τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head

Source
(45)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> [[δίκρανο]], [[δικράνι]]<br /><b>2.</b> η [[ποσότητα]] άχυρου ή χόρτου που πιάνει το [[δικράνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φούρκα]] (Ι) «[[διχαλωτός]] [[πάσσαλος]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άδα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σχισμ</i>-<i>άδα</i>].
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> [[δίκρανο]], [[δικράνι]]<br /><b>2.</b> η [[ποσότητα]] άχυρου ή χόρτου που πιάνει το [[δικράνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φούρκα]] (Ι) «[[διχαλωτός]] [[πάσσαλος]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άδα</i> ([[πρβλ]]. [[σχισμάδα]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:10, 10 May 2023

Greek Monolingual

η, Ν
1. δίκρανο, δικράνι
2. η ποσότητα άχυρου ή χόρτου που πιάνει το δικράνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φούρκα (Ι) «διχαλωτός πάσσαλος» + κατάλ. -άδα (πρβλ. σχισμάδα].