φουρκάδα

From LSJ

ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. δίκρανο, δικράνι
2. η ποσότητα άχυρου ή χόρτου που πιάνει το δικράνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φούρκα (Ι) «διχαλωτός πάσσαλος» + κατάλ. -άδα (πρβλ. σχισμάδα].