ὀρθοκέρατος: Difference between revisions

From LSJ

λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead

Source
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀρθοκέρατος]], -ον)<br />αυτός που έχει όρθια, στητά κέρατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κέρατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κέρας]], -<i>ατος</i>), <b>πρβλ.</b> <i>οξυ</i>-<i>κέρατος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀρθοκέρατος]], -ον)<br />αυτός που έχει όρθια, στητά κέρατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κέρατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κέρας]], -<i>ατος</i>), [[πρβλ]]. [[οξυκέρατος]]].
}}
}}

Revision as of 12:10, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθοκέρᾱτος Medium diacritics: ὀρθοκέρατος Low diacritics: ορθοκέρατος Capitals: ΟΡΘΟΚΕΡΑΤΟΣ
Transliteration A: orthokératos Transliteration B: orthokeratos Transliteration C: orthokeratos Beta Code: o)rqoke/ratos

English (LSJ)

ον, = ὀρθόκερως (straight-horned, upright-horned), Apollon.Soph. Lex. and Hsch. s.v. ὀρθοκραιράων.

German (Pape)

[Seite 374] Erkl. von ὀρθόκραιρος, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθοκέρατος: -ον, ὁ ἔχων ὀρθὰ κέρατα, Ἡσύχ. ἐν λ. ὀρθοκραιράων.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀρθοκέρατος, -ον)
αυτός που έχει όρθια, στητά κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -κέρατος (< κέρας, -ατος), πρβλ. οξυκέρατος].