χειρόβολο: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)

Source
(46)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[χερόβολο]], το / [[χειρόβολον]] και χερόβολον, ΝΜ<br />[[δέσμη]] από [[σιτηρά]] ή από στελέχη άλλων [[φυτών]], όσα μπορεί να κρατήσει η [[χούφτα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ.</b> «εσύ [[κακό]] [[χερόβολο]] και εγώ [[κακό]] [[δεμάτι]]» — λέγεται για [[ανταπόδοση]] κακού, για [[εκδίκηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειρ]](<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βολον</i>, ουδ. του -<i>βολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>πρβλ.</b> <i>πυρο</i>-<i>βόλον</i>].
|mltxt=και [[χερόβολο]], το / [[χειρόβολον]] και χερόβολον, ΝΜ<br />[[δέσμη]] από [[σιτηρά]] ή από στελέχη άλλων [[φυτών]], όσα μπορεί να κρατήσει η [[χούφτα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ.</b> «εσύ [[κακό]] [[χερόβολο]] και εγώ [[κακό]] [[δεμάτι]]» — λέγεται για [[ανταπόδοση]] κακού, για [[εκδίκηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειρ]](<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βολον</i>, ουδ. του -<i>βολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), [[πρβλ]]. [[πυροβόλον]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:15, 10 May 2023

Greek Monolingual

και χερόβολο, το / χειρόβολον και χερόβολον, ΝΜ
δέσμη από σιτηρά ή από στελέχη άλλων φυτών, όσα μπορεί να κρατήσει η χούφτα
νεοελλ.
παροιμ. «εσύ κακό χερόβολο και εγώ κακό δεμάτι» — λέγεται για ανταπόδοση κακού, για εκδίκηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + -βολον, ουδ. του -βολος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πυροβόλον].