χειρόβολο

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source

Greek Monolingual

και χερόβολο, το / χειρόβολον και χερόβολον, ΝΜ
δέσμη από σιτηρά ή από στελέχη άλλων φυτών, όσα μπορεί να κρατήσει η χούφτα
νεοελλ.
παροιμ. «εσύ κακό χερόβολο και εγώ κακό δεμάτι» — λέγεται για ανταπόδοση κακού, για εκδίκηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + -βολον, ουδ. του -βολος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πυροβόλον].