ῥιζοφυής: Difference between revisions

From LSJ

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές / [[ῥιζοφυής]], -ές, ΝΑ<br />(για [[φυτό]])<br /><b>1.</b> αυτός που βγάζει, που πετάει ρίζες<br /><b>2.</b> αυτός που φυτρώνει από [[ρίζα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥίζα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φύομαι]], μέσω ενός ον. [[φύος]]), <b>πρβλ.</b> <i>τριχο</i>-<i>φυής</i>].
|mltxt=-ές / [[ῥιζοφυής]], -ές, ΝΑ<br />(για [[φυτό]])<br /><b>1.</b> αυτός που βγάζει, που πετάει ρίζες<br /><b>2.</b> αυτός που φυτρώνει από [[ρίζα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥίζα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φύομαι]], μέσω ενός ον. [[φύος]]), [[πρβλ]]. [[τριχοφυής]]].
}}
}}

Revision as of 12:15, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥιζοφῠής Medium diacritics: ῥιζοφυής Low diacritics: ριζοφυής Capitals: ΡΙΖΟΦΥΗΣ
Transliteration A: rhizophyḗs Transliteration B: rhizophyēs Transliteration C: rizofyis Beta Code: r(izofuh/s

English (LSJ)

ές, A putting out roots, ib.1.8.1. II growing from a root, Id.HP7.10.1.

German (Pape)

[Seite 843] ές, Wurzeln zeugend, treibend, auch = ῥιζόφυτος, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ῥιζοφυής: -ές, ὁ φύων ῥίζας, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 8, 1. ΙΙ. ὁ ἐκ ῥίζης τινὸς φυόμενος, ὁ αὐτ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 10, 1.

Greek Monolingual

-ές / ῥιζοφυής, -ές, ΝΑ
(για φυτό)
1. αυτός που βγάζει, που πετάει ρίζες
2. αυτός που φυτρώνει από ρίζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + -φυής (< φύομαι, μέσω ενός ον. φύος), πρβλ. τριχοφυής].