κερατογλύφος: Difference between revisions

From LSJ

εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. \[\[((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $1$3, $6$8)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=κερατοφλύφος, -ον (Α)<br />αυτός που κατεργάζεται τα κέρατα για την [[κατασκευή]] τόξων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέρας]], -<i>τος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>γλύφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλύφω]]), [[πρβλ]]. [[λιθο]]-<i>γλύφος</i>, <i>τοκο</i>-<i>γλύφος</i>].
|mltxt=κερατοφλύφος, -ον (Α)<br />αυτός που κατεργάζεται τα κέρατα για την [[κατασκευή]] τόξων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέρας]], -<i>τος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>γλύφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλύφω]]), [[πρβλ]]. [[λιθογλύφος]], [[τοκογλύφος]]).
}}
}}

Revision as of 12:55, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερᾱτογλύφος Medium diacritics: κερατογλύφος Low diacritics: κερατογλύφος Capitals: ΚΕΡΑΤΟΓΛΥΦΟΣ
Transliteration A: keratoglýphos Transliteration B: keratoglyphos Transliteration C: keratoglyfos Beta Code: keratoglu/fos

English (LSJ)

[ῠ], ον<, working in horn, Sch.D Il.4.110, EM505.11.

German (Pape)

[Seite 1422] ὁ, Hornschnitzer, Schol. Il. 4, 110.

Greek (Liddell-Scott)

κερᾱτογλύφος: -ον, κατεργαζόμενος τὸ κέρας, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Δ. 110, Μέγ. Ἐτυμ. 505. 11.

Greek Monolingual

κερατοφλύφος, -ον (Α)
αυτός που κατεργάζεται τα κέρατα για την κατασκευή τόξων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, -τος + -γλύφος (< γλύφω), πρβλ. λιθογλύφος, τοκογλύφος).