ξυλοπρατικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον → jumped up on his grandfather's knees, sprang up into his grandfather's lap

Source
(27)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ξυλοπρατικός]], -ή, -όν (Μ)<br />[[σχετικός]] με την [[πώληση]] ή τον πωλητή ξύλων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξύλον]] <span style="color: red;">+</span> [[πρατικός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πιπρά</i>-<i>σκω</i> «[[πουλώ]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μετα</i>-[[πρατικός]]].
|mltxt=[[ξυλοπρατικός]], -ή, -όν (Μ)<br />[[σχετικός]] με την [[πώληση]] ή τον πωλητή ξύλων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξύλον]] <span style="color: red;">+</span> [[πρατικός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πιπρά</i>-<i>σκω</i> «[[πουλώ]]»), [[πρβλ]]. [[μεταπρατικός]]].
}}
}}

Latest revision as of 14:55, 11 May 2023

Greek Monolingual

ξυλοπρατικός, -ή, -όν (Μ)
σχετικός με την πώληση ή τον πωλητή ξύλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + πρατικός (< πιπρά-σκω «πουλώ»), πρβλ. μεταπρατικός].