πήξιμο: Difference between revisions
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
(32) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> η [[πράξη]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[πήζω]], το [[πάγωμα]], η [[μεταβολή]] υγρού σε στερεό<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[συνωστισμός]]<br />β) κυκλοφοριακή [[συμφόρηση]]<br />γ) [[υπερβολικός]] εργασιακός [[φόρτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πηξ</i>- του αορ. <i>έ</i>-<i>πηξ</i>-<i>α</i> του [[πήζω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμο</i> ( | |mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> η [[πράξη]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[πήζω]], το [[πάγωμα]], η [[μεταβολή]] υγρού σε στερεό<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[συνωστισμός]]<br />β) κυκλοφοριακή [[συμφόρηση]]<br />γ) [[υπερβολικός]] εργασιακός [[φόρτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πηξ</i>- του αορ. <i>έ</i>-<i>πηξ</i>-<i>α</i> του [[πήζω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμο</i> ([[πρβλ]]. [[πρήξιμο]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:50, 11 May 2023
Greek Monolingual
το, Ν
1. η πράξη και το αποτέλεσμα του πήζω, το πάγωμα, η μεταβολή υγρού σε στερεό
2. μτφ. α) συνωστισμός
β) κυκλοφοριακή συμφόρηση
γ) υπερβολικός εργασιακός φόρτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πηξ- του αορ. έ-πηξ-α του πήζω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. πρήξιμο)].