περισσόλοφος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck

Menander, Monostichoi, 181
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει υπερβολικά μεγάλο [[λοφίο]] περικεφαλαίας («[[περισσόλοφος]] [[πήληξ]]», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[περισσός]] <span style="color: red;">+</span> [[λόφος]] (<b>πρβλ.</b> <i>χρυσό</i>-<i>λοφος</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει υπερβολικά μεγάλο [[λοφίο]] περικεφαλαίας («[[περισσόλοφος]] [[πήληξ]]», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[περισσός]] <span style="color: red;">+</span> [[λόφος]] ([[πρβλ]]. [[χρυσόλοφος]])].
}}
}}

Revision as of 15:52, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περισσόλοφος Medium diacritics: περισσόλοφος Low diacritics: περισσόλοφος Capitals: ΠΕΡΙΣΣΟΛΟΦΟΣ
Transliteration A: perissólophos Transliteration B: perissolophos Transliteration C: perissolofos Beta Code: perisso/lofos

English (LSJ)

ον, with an over-big crest, Opp.C.3.369.

German (Pape)

[Seite 592] mit einem übermäßig großen Federbusche, πήληξ, Opp. Cyn. 3, 369.

Greek (Liddell-Scott)

περισσόλοφος: -ον, ὁ ἔχων εἰς ὑπερβολὴν μέγαν λόφον, Ὀππ. Κ. 7. 369.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει υπερβολικά μεγάλο λοφίο περικεφαλαίας («περισσόλοφος πήληξ», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + λόφος (πρβλ. χρυσόλοφος)].