πωλητήριο: Difference between revisions

From LSJ

καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι → and silence is often the wisest thing for a man to heed, and often is man's best wisdom to be silent, and often keeping silent is the wisest thing for a man to heed

Source
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[πωλητήριον]], ΝΑ, και άχρ. τ. [[πουλητήριο]] Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[έγγραφο]] με το οποίο πιστοποιείται μία [[πώληση]], [[συμβόλαιο]] πώλησης<br /><b>2.</b> [[αγγελία]] για [[πώληση]] ακινήτου ή άλλου αντικειμένου, η οποία τοιχοκολλείται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τόπος]] όπου διεξάγονταν αγοραπωλησίες ή δημοπρασίες<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τὸ [[πωλητήριον]] τοῦ μετοικίου»<br />(στην Αθήνα) [[τόπος]] όπου συγκεντρώνονταν οι πωλητές για να εισπράξουν ή για να εκμισθώσουν σε πλειοδότη το [[μετοίκιον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πωλῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριο</i>(<i>ν</i>) (<b>πρβλ.</b> <i>πρα</i>-<i>τήριον</i>)].
|mltxt=το / [[πωλητήριον]], ΝΑ, και άχρ. τ. [[πουλητήριο]] Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[έγγραφο]] με το οποίο πιστοποιείται μία [[πώληση]], [[συμβόλαιο]] πώλησης<br /><b>2.</b> [[αγγελία]] για [[πώληση]] ακινήτου ή άλλου αντικειμένου, η οποία τοιχοκολλείται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τόπος]] όπου διεξάγονταν αγοραπωλησίες ή δημοπρασίες<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τὸ [[πωλητήριον]] τοῦ μετοικίου»<br />(στην Αθήνα) [[τόπος]] όπου συγκεντρώνονταν οι πωλητές για να εισπράξουν ή για να εκμισθώσουν σε πλειοδότη το [[μετοίκιον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πωλῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριο</i>(<i>ν</i>) ([[πρβλ]]. [[πρατήριον]])].
}}
}}

Revision as of 16:10, 11 May 2023

Greek Monolingual

το / πωλητήριον, ΝΑ, και άχρ. τ. πουλητήριο Ν
νεοελλ.
1. έγγραφο με το οποίο πιστοποιείται μία πώληση, συμβόλαιο πώλησης
2. αγγελία για πώληση ακινήτου ή άλλου αντικειμένου, η οποία τοιχοκολλείται
αρχ.
1. τόπος όπου διεξάγονταν αγοραπωλησίες ή δημοπρασίες
2. φρ. «τὸ πωλητήριον τοῦ μετοικίου»
(στην Αθήνα) τόπος όπου συγκεντρώνονταν οι πωλητές για να εισπράξουν ή για να εκμισθώσουν σε πλειοδότη το μετοίκιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πωλῶ + επίθημα -τήριο(ν) (πρβλ. πρατήριον)].