στηθιαίος: Difference between revisions
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / στηθιαῖος, -αία, -ον, ΝΑ<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[στήθος]], [[στηθικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει πλατύ [[στέρνο]], [[ευρύστερνος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «στηθιαῖοι ἀνδριάντες»<br /><b>πιθ.</b> ασπίδες ή θώρακες <b>επιγρ.</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στῆθος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαῖος</i> ( | |mltxt=-α, -ο / στηθιαῖος, -αία, -ον, ΝΑ<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[στήθος]], [[στηθικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει πλατύ [[στέρνο]], [[ευρύστερνος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «στηθιαῖοι ἀνδριάντες»<br /><b>πιθ.</b> ασπίδες ή θώρακες <b>επιγρ.</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στῆθος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαῖος</i> ([[πρβλ]]. [[ραχιαίος]])]. | ||
}} | }} |