σταλιά: Difference between revisions

From LSJ

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source
(38)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, Ν<br /> <b>1.</b> [[στάλα]], [[σταλαγματιά]], [[σταγόνα]]<br /> <b>2.</b> πολύ μικρή [[ποσότητα]] υγρού («μια [[σταλιά]] [[νερό]]»)<br /> <b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για πρόσ., [[πάντα]] με τη [[λέξη]] <i>μια</i>) [[άτομο]] πολύ βραχύσωμο ή πολύ μικρής ηλικίας («[[είναι]] μια [[σταλιά]]»).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στάλα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιά</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σταξ</i>-<i>ιά</i>)].
|mltxt=η, Ν<br /> <b>1.</b> [[στάλα]], [[σταλαγματιά]], [[σταγόνα]]<br /> <b>2.</b> πολύ μικρή [[ποσότητα]] υγρού («μια [[σταλιά]] [[νερό]]»)<br /> <b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για πρόσ., [[πάντα]] με τη [[λέξη]] <i>μια</i>) [[άτομο]] πολύ βραχύσωμο ή πολύ μικρής ηλικίας («[[είναι]] μια [[σταλιά]]»).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στάλα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιά</i> ([[πρβλ]]. [[σταξιά]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:22, 11 May 2023

Greek Monolingual

η, Ν
1. στάλα, σταλαγματιά, σταγόνα
2. πολύ μικρή ποσότητα υγρού («μια σταλιά νερό»)
3. μτφ. (για πρόσ., πάντα με τη λέξη μια) άτομο πολύ βραχύσωμο ή πολύ μικρής ηλικίας («είναι μια σταλιά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάλα + κατάλ. -ιά (πρβλ. σταξιά)].