σχολιάτικος: Difference between revisions
From LSJ
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
(40) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο, Ν<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[σχόλη]], στην [[αργία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχόλη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ -ιάτικος ( | |mltxt=-η, -ο, Ν<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[σχόλη]], στην [[αργία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχόλη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ -ιάτικος ([[πρβλ]]. [[χειμωνιάτικος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:25, 11 May 2023
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σχόλη, στην αργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχόλη + κατάλ -ιάτικος (πρβλ. χειμωνιάτικος)].