σαγμάριον: Difference between revisions

From LSJ

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source
(36)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, ΜΑ<br />([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[σαγμάρια]]<br />ἀποσκευαί, ἡ τῶν ἐπιτηδείων [[κομιδή]]»<br /><b>μσν.</b><br />[[ίππος]] που φορτώνεται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάγμα]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>άριον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>παιδ</i>-<i>άριον</i>)].
|mltxt=τὸ, ΜΑ<br />([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[σαγμάρια]]<br />ἀποσκευαί, ἡ τῶν ἐπιτηδείων [[κομιδή]]»<br /><b>μσν.</b><br />[[ίππος]] που φορτώνεται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάγμα]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>άριον</i> ([[πρβλ]]. [[παιδάριον]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:30, 11 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

σαγμάριον: τό, ἵππος φορτηγός, Λέων Τακτ. 4. 36, κτλ.· - ὡσαύτως σαγματάριος Ἵππος ὁ αὐτ. 6. 29.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
(κατά το λεξ. Σούδα) «σαγμάρια
ἀποσκευαί, ἡ τῶν ἐπιτηδείων κομιδή»
μσν.
ίππος που φορτώνεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάγμα + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. παιδάριον)].