σαγμάριον

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source

Greek (Liddell-Scott)

σαγμάριον: τό, ἵππος φορτηγός, Λέων Τακτ. 4. 36, κτλ.· - ὡσαύτως σαγματάριος Ἵππος ὁ αὐτ. 6. 29.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
(κατά το λεξ. Σούδα) «σαγμάρια
ἀποσκευαί, ἡ τῶν ἐπιτηδείων κομιδή»
μσν.
ίππος που φορτώνεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάγμα + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. παιδάριον)].