τέτραθλος: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
(41)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που βραβεύθηκε σε [[τέσσερεις]] αγώνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἆθλος]] (<b>πρβλ.</b> <i>πέντ</i>-<i>αθλος</i>)].
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που βραβεύθηκε σε [[τέσσερεις]] αγώνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἆθλος]] ([[πρβλ]]. [[πένταθλος]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:30, 11 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

τέτραθλος: ὁ, ἡ, ὁ τεσσάρων ἄθλων ἀξιωθείς, Ψευδοχρυσ. τ. 8, σ. 223Ε.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που βραβεύθηκε σε τέσσερεις αγώνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ἆθλος (πρβλ. πένταθλος)].