τετράπωλος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τέσσερεις]] ίππους («[[τετράπωλον]] [[ἅρμα]]», Μαλάλ. Ι.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[τετράπωλον]]<br />το [[τέθριππο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πῶλος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ἑξά</i>-<i>πωλος</i>)].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τέσσερεις]] ίππους («[[τετράπωλον]] [[ἅρμα]]», Μαλάλ. Ι.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[τετράπωλον]]<br />το [[τέθριππο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πῶλος]] ([[πρβλ]]. [[ἑξάπωλος]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:35, 11 May 2023

German (Pape)

[Seite 1099] mit vier Rossen bespannt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τετράπωλος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας ἵππους, τὸν τετράπωλον ἡλίου δίφρον Θεόδ. Πρόδρ. σ. 2.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
1. αυτός που έχει τέσσερεις ίππους («τετράπωλον ἅρμα», Μαλάλ. Ι.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τετράπωλον
το τέθριππο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + πῶλος (πρβλ. ἑξάπωλος)].