ἑξάπωλος
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰ], ον, with six colts or horses, ἅρμα Hdn.5.6.7.
Spanish (DGE)
-ον con un tiro de seis caballos, ἅρμα Hdn.5.6.7.
German (Pape)
[Seite 871] mit sechs Rossen, ἅρμα Hdn. 5, 6, 16.
Greek (Liddell-Scott)
ἑξάπωλος: -ον, ἐπὶ ἅρματος, τὸ συρόμενον ὑπὸ ἓξ πώλων ἢ ἵππων, τὸ δὲ ἅρμα ἦγεν ἑξάπωλον, ἵππων λευκῶν, μεγίστων τε καὶ ἀσπίλων Ἡρῳδιαν. 5. 6, 16.
Greek Monolingual
ἑξάπωλος, -ον (Μ)
(για άρμα) αυτός που έχει έξι πώλους, που σύρεται από έξι πώλους ή άλογα.