τραπεζιέρης: Difference between revisions

From LSJ

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source
(41)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και τραπεζιάρης, ο, θηλ. [[τραπεζιέρα]], Ν<br /><b>1.</b> αυτός που φροντίζει όσους γευματίζουν, [[τραπεζοκόμος]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> [[μοδίστρα]] επικεφαλής εργατριών που εργάζονται στο ίδιο [[τραπέζι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τραπέζι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιέρης</i> (<b>πρβλ.</b> <i>καμαρ</i>-<i>ιέρης</i>)].
|mltxt=και τραπεζιάρης, ο, θηλ. [[τραπεζιέρα]], Ν<br /><b>1.</b> αυτός που φροντίζει όσους γευματίζουν, [[τραπεζοκόμος]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> [[μοδίστρα]] επικεφαλής εργατριών που εργάζονται στο ίδιο [[τραπέζι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τραπέζι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιέρης</i> ([[πρβλ]]. [[καμαριέρης]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:35, 11 May 2023

Greek Monolingual

και τραπεζιάρης, ο, θηλ. τραπεζιέρα, Ν
1. αυτός που φροντίζει όσους γευματίζουν, τραπεζοκόμος
2. το θηλ. μοδίστρα επικεφαλής εργατριών που εργάζονται στο ίδιο τραπέζι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραπέζι + κατάλ. -ιέρης (πρβλ. καμαριέρης)].