υπόχαλκος: Difference between revisions

From LSJ

ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' ἔργον → everyone jumps up from bed to work, everyone jumps up to work

Source
(44)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που ηχεί όπως ο [[χαλκός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που περιέχει χαλκό, που έχει στο εσωτερικό του χαλκό<br /><b>2.</b> (για [[νόμισμα]]) [[κίβδηλος]], [[ψεύτικος]]<br /><b>3.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] του χαλκού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χαλκός]] (<b>πρβλ.</b> <i>ἐπί</i>-<i>χαλκος</i>)].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που ηχεί όπως ο [[χαλκός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που περιέχει χαλκό, που έχει στο εσωτερικό του χαλκό<br /><b>2.</b> (για [[νόμισμα]]) [[κίβδηλος]], [[ψεύτικος]]<br /><b>3.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] του χαλκού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χαλκός]] ([[πρβλ]]. [[ἐπίχαλκος]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:40, 11 May 2023

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που ηχεί όπως ο χαλκός
αρχ.
1. αυτός που περιέχει χαλκό, που έχει στο εσωτερικό του χαλκό
2. (για νόμισμα) κίβδηλος, ψεύτικος
3. αυτός που έχει το χρώμα του χαλκού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + χαλκός (πρβλ. ἐπίχαλκος)].