φαρμακούσα: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(44)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, Ν<br />(ως [[προσωνυμία]] της θάλασσας) αυτή που προκαλεί ψυχικές πίκρες και οδύνες, που ποτίζει τους ανθρώπους με [[φαρμάκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φαρμάκι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ούσα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ξανθομαλλ</i>-<i>ούσα</i>)].
|mltxt=η, Ν<br />(ως [[προσωνυμία]] της θάλασσας) αυτή που προκαλεί ψυχικές πίκρες και οδύνες, που ποτίζει τους ανθρώπους με [[φαρμάκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φαρμάκι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ούσα</i> ([[πρβλ]]. [[ξανθομαλλούσα]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:46, 11 May 2023

Greek Monolingual

η, Ν
(ως προσωνυμία της θάλασσας) αυτή που προκαλεί ψυχικές πίκρες και οδύνες, που ποτίζει τους ανθρώπους με φαρμάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαρμάκι + κατάλ. -ούσα (πρβλ. ξανθομαλλούσα)].