χεσᾶς: Difference between revisions
From LSJ
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ᾱντος, ὁ, Α<br />[[χεζάς]], [[χέστης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χεσ</i>- του αορ. <i>ἔ</i>-<i>χεσ</i>-<i>α</i> του ρ. [[χέζω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ᾶς</i> του καθημερινού λεξιλογίου ( | |mltxt=-ᾱντος, ὁ, Α<br />[[χεζάς]], [[χέστης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χεσ</i>- του αορ. <i>ἔ</i>-<i>χεσ</i>-<i>α</i> του ρ. [[χέζω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ᾶς</i> του καθημερινού λεξιλογίου ([[πρβλ]]. [[φαγᾶς]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:55, 11 May 2023
English (LSJ)
ᾶντος, ὁ, = χεζητιῶν, Poll.5.91, Sch.Ar.Av.791, Suid.
German (Pape)
[Seite 1351] ᾶντος, ὁ, der Scheißer; Schol. Ar. Av. 790; Poll. 5, 91.
Greek (Liddell-Scott)
χεσᾶς: ᾶ ἢ χεσᾶντος, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ διάρροια πάσχων γαστρὸς ἢ πυκνὰ χέζων ἢ μολύνων τὰ στρώματά του, κοινῶς «χεζᾶς», Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 790, Πολυδ. Ε΄, 91, καὶ παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. χεζητιῶν, Εὐστ. 1000, 12.
Greek Monolingual
-ᾱντος, ὁ, Α
χεζάς, χέστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χεσ- του αορ. ἔ-χεσ-α του ρ. χέζω + κατάλ. -ᾶς του καθημερινού λεξιλογίου (πρβλ. φαγᾶς)].