χερούλι: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
(46)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> [[λαβή]] σκεύους, εργαλείου ή άλλου αντικειμένου (α. «το [[χερούλι]] της κανάτας» β. «το [[χερούλι]] της πόρτας»)<br /><b>2.</b> τρυφερό, αγαπημένο [[χέρι]] («πέτα, [[περδικούλα]] μου, κι έλα στα χερούλια μου», δημ. [[τραγούδι]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χέρι]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ούλι</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σακ</i>-<i>ούλι</i>)].
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> [[λαβή]] σκεύους, εργαλείου ή άλλου αντικειμένου (α. «το [[χερούλι]] της κανάτας» β. «το [[χερούλι]] της πόρτας»)<br /><b>2.</b> τρυφερό, αγαπημένο [[χέρι]] («πέτα, [[περδικούλα]] μου, κι έλα στα χερούλια μου», δημ. [[τραγούδι]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χέρι]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ούλι</i> ([[πρβλ]]. [[σακούλι]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:55, 11 May 2023

Greek Monolingual

το, Ν
1. λαβή σκεύους, εργαλείου ή άλλου αντικειμένου (α. «το χερούλι της κανάτας» β. «το χερούλι της πόρτας»)
2. τρυφερό, αγαπημένο χέρι («πέτα, περδικούλα μου, κι έλα στα χερούλια μου», δημ. τραγούδι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρι + υποκορ. κατάλ. -ούλι (πρβλ. σακούλι)].