περδικούλα
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
Greek Monolingual
η πέρδικα
1. υποκορ. του πέρδικα, μικρή ή νεαρή πέρδικα
2. θωπευτική προσφώνηση πέρδικας
3. μτφ. φρ. «το λέει η περδικούλα του» — το λέει η καρδιά του, είναι θαρραλέος.