περίγελος: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
(32)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[περίγελως]], ο, ΝΑ, [[περίγελως]], -ωτος, Α<br /><b>1.</b> [[λόγος]] [[χλευαστικός]], [[χλευασμός]], [[κοροϊδία]]<br /><b>2.</b> το [[αντικείμενο]] της χλεύης, ο [[καταγέλαστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γέλως]]. Ο τ. [[περίγελος]] <span style="color: red;"><</span> [[περίγελο]]].
|mltxt=περίγελος και [[περίγελως]], ο, ΝΑ, [[περίγελως]], -ωτος, Α<br /><b>1.</b> [[λόγος]] [[χλευαστικός]], [[χλευασμός]], [[κοροϊδία]]<br /><b>2.</b> το [[αντικείμενο]] της χλεύης, ο [[καταγέλαστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γέλως]]. Ο τ. [[περίγελος]] <span style="color: red;"><</span> [[περίγελο]]].
}}
}}

Latest revision as of 13:08, 12 May 2023

Greek Monolingual

περίγελος και περίγελως, ο, ΝΑ, περίγελως, -ωτος, Α
1. λόγος χλευαστικός, χλευασμός, κοροϊδία
2. το αντικείμενο της χλεύης, ο καταγέλαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + γέλως. Ο τ. περίγελος < περίγελο].