περίγελως: Difference between revisions
From LSJ
Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst
(32) |
mNo edit summary |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b> | |mltxt=[[περίγελος]] και [[περίγελως]], ο, ΝΑ, [[περίγελως]], -ωτος, Α<br /><b>1.</b> [[λόγος]] [[χλευαστικός]], [[χλευασμός]], [[κοροϊδία]]<br /><b>2.</b> το [[αντικείμενο]] της χλεύης, ο [[καταγέλαστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γέλως]]. Ο τ. [[περίγελος]] <span style="color: red;"><</span> [[περίγελο]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:08, 12 May 2023
Greek (Liddell-Scott)
περίγελως: -ωτος, ὁ, ὁ χρησιμεύων ὡς αἰτία γέλωτος, Ψευδο-Ἰάκωβ. 9. 2.
Greek Monolingual
περίγελος και περίγελως, ο, ΝΑ, περίγελως, -ωτος, Α
1. λόγος χλευαστικός, χλευασμός, κοροϊδία
2. το αντικείμενο της χλεύης, ο καταγέλαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + γέλως. Ο τ. περίγελος < περίγελο].