ηραίος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡραῖος, -αία, -ον, αρσ. αιολ. τ. ἤραος και ἡραιών (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στην Ήρα<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ Ἡραῖον</i> ή <i>Ἥραιον</i> (ενν. <i>Ιερόν</i>)<br />[[ναός]] της Ήρας<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τά Ἡραῖα</i><br />[[γιορτή]] [[προς]] τιμήν της Ήρας<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο Ἡραῖος</i> (ενν. <i>μήν</i>)<br />[[μήνας]] του Δελφικού έτους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Ήρα</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i> ([[πρβλ]]. <i>ερμα</i>-<i>ίος</i>)].
|mltxt=ἡραῖος, -αία, -ον, αρσ. αιολ. τ. ἤραος και ἡραιών (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στην Ήρα<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ Ἡραῖον</i> ή <i>Ἥραιον</i> (ενν. <i>Ιερόν</i>)<br />[[ναός]] της Ήρας<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τά Ἡραῖα</i><br />[[γιορτή]] [[προς]] τιμήν της Ήρας<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο Ἡραῖος</i> (ενν. <i>μήν</i>)<br />[[μήνας]] του Δελφικού έτους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Ήρα</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i> ([[πρβλ]]. [[ερμαίος]])].
}}
}}

Latest revision as of 06:50, 13 May 2023

Greek Monolingual

ἡραῖος, -αία, -ον, αρσ. αιολ. τ. ἤραος και ἡραιών (Α)
1. αυτός που ανήκει στην Ήρα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ Ἡραῖον ή Ἥραιον (ενν. Ιερόν)
ναός της Ήρας
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά Ἡραῖα
γιορτή προς τιμήν της Ήρας
4. το αρσ. ως ουσ. ο Ἡραῖος (ενν. μήν)
μήνας του Δελφικού έτους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ήρα + κατάλ. -ιος (πρβλ. ερμαίος)].