ηραίος

From LSJ

οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good

Source

Greek Monolingual

ἡραῖος, -αία, -ον, αρσ. αιολ. τ. ἤραος και ἡραιών (Α)
1. αυτός που ανήκει στην Ήρα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ Ἡραῖον ή Ἥραιον (ενν. Ιερόν)
ναός της Ήρας
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά Ἡραῖα
γιορτή προς τιμήν της Ήρας
4. το αρσ. ως ουσ. ο Ἡραῖος (ενν. μήν)
μήνας του Δελφικού έτους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ήρα + κατάλ. -ιος (πρβλ. ερμαίος)].