Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κιονόκρανο: Difference between revisions

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[κιονόκρανον]])<br />η [[κεφαλή]] του κίονα, το [[κεφάλι]] της κολόνας, το ανώτατο [[μέρος]] του, [[συνήθως]] διακοσμημένο, που τοποθετείται στην [[κορυφή]] ενός κατακόρυφου στηρίγματος, δηλ. κίονα, ημικίονα, πεσσού, παραστάδας, και το οποίο στηρίζει το [[επιστύλιο]] ή το [[τόξο]] (α. «κορινθιακό [[κιονόκρανο]]» β. «λίθινα κιονόκρανα», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κίων]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κρανον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κρᾶνον]] [πρβλ. [[κρανίον]]), [[πρβλ]]. [[βούκρανον]]].
|mltxt=το (Α [[κιονόκρανον]])<br />η [[κεφαλή]] του κίονα, το [[κεφάλι]] της κολόνας, το ανώτατο [[μέρος]] του, [[συνήθως]] διακοσμημένο, που τοποθετείται στην [[κορυφή]] ενός κατακόρυφου στηρίγματος, δηλ. κίονα, ημικίονα, πεσσού, παραστάδας, και το οποίο στηρίζει το [[επιστύλιο]] ή το [[τόξο]] (α. «κορινθιακό [[κιονόκρανο]]» β. «λίθινα κιονόκρανα», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κίων]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κρανον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κρᾶνον]] [πρβλ. [[κρανίον]]), [[πρβλ]]. [[βούκρανον]]].
}}
{{trml
|trtx====[[capital]]===
ar: تاج العمود; ast: capitel; az: kapitel; be_x_old: капітэль; be: капітэль; bg: капител; bh: थम माथा; bs: kapitel; ca: capitell; cs: hlavice; da: kapitæl; de: [[Kapitell]]; el: [[κιονόκρανο]], [[ακροκιόνιο]]; grc: [[κιονόκρανον]], [[κιόκρανον]], [[ἀκροκιόνιον]], [[ἐπίκρανον]]; en: [[capital]], [[column capital]], [[chapiter]], [[uppermost part of a column]], [[topmost member of a column]]; eo: kapitelo; es: [[capitel]]; et: kapiteel; eu: kapitel; fa: سرستون; fi: kapiteeli; fr: [[chapiteau]]; gl: capitel; he: כותרת; hi: स्तम्भ-शीर्ष; hr: kapitel; hu: oszlopfő; hy: խոյակ; id: kapital; io: kapitelo; it: [[capitello]]; ja: 柱頭; ka: კაპიტელი; kk: капител; kn: ಬೋದಿಗೆ; ko: 주두; ky: капитель; li: kapiteel; lt: kapitelis; lv: kapitelis; mk: капител; nl: [[kapiteel]]; no: kapitél; oc: capitèl; pl: kapitel; pt: [[capitel]]; ro: capitel; ru: [[капитель]]; sh: kapitel; sk: hlavica; sl: kapitel; sr: капител; sv: kapitäl; ta: போதிகை; tr: sütun başlığı; uk: капітель; uz: kapitel; vls: kapitêel; wuu: 柱头(建筑); zh: 柱头
}}
}}

Latest revision as of 05:20, 18 May 2023

Greek Monolingual

το (Α κιονόκρανον)
η κεφαλή του κίονα, το κεφάλι της κολόνας, το ανώτατο μέρος του, συνήθως διακοσμημένο, που τοποθετείται στην κορυφή ενός κατακόρυφου στηρίγματος, δηλ. κίονα, ημικίονα, πεσσού, παραστάδας, και το οποίο στηρίζει το επιστύλιο ή το τόξο (α. «κορινθιακό κιονόκρανο» β. «λίθινα κιονόκρανα», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίων + -κρανον (< κρᾶνον [πρβλ. κρανίον), πρβλ. βούκρανον].

Translations

capital

ar: تاج العمود; ast: capitel; az: kapitel; be_x_old: капітэль; be: капітэль; bg: капител; bh: थम माथा; bs: kapitel; ca: capitell; cs: hlavice; da: kapitæl; de: Kapitell; el: κιονόκρανο, ακροκιόνιο; grc: κιονόκρανον, κιόκρανον, ἀκροκιόνιον, ἐπίκρανον; en: capital, column capital, chapiter, uppermost part of a column, topmost member of a column; eo: kapitelo; es: capitel; et: kapiteel; eu: kapitel; fa: سرستون; fi: kapiteeli; fr: chapiteau; gl: capitel; he: כותרת; hi: स्तम्भ-शीर्ष; hr: kapitel; hu: oszlopfő; hy: խոյակ; id: kapital; io: kapitelo; it: capitello; ja: 柱頭; ka: კაპიტელი; kk: капител; kn: ಬೋದಿಗೆ; ko: 주두; ky: капитель; li: kapiteel; lt: kapitelis; lv: kapitelis; mk: капител; nl: kapiteel; no: kapitél; oc: capitèl; pl: kapitel; pt: capitel; ro: capitel; ru: капитель; sh: kapitel; sk: hlavica; sl: kapitel; sr: капител; sv: kapitäl; ta: போதிகை; tr: sütun başlığı; uk: капітель; uz: kapitel; vls: kapitêel; wuu: 柱头(建筑); zh: 柱头