εριώπης: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐριώπης]], ὁ, (θηλ. ἐριῶπις) (Α)<br />αυτός που έχει μεγάλα, ωραία μάτια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτ. [[μόριο]] <i>ερι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ωψ</i> «[[οφθαλμός]]» που απαντά μόνο ως β’ συνθετικό<br />[[πρβλ]]. [[ελίκωψ]], [[μύωψ]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ης</i>)].
|mltxt=[[ἐριώπης]], ὁ, (θηλ. [[ἐριῶπις]]) (Α)<br />αυτός που έχει μεγάλα, ωραία μάτια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτ. [[μόριο]] <i>ερι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ωψ</i> «[[οφθαλμός]]» που απαντά μόνο ως β’ συνθετικό<br />[[πρβλ]]. [[ελίκωψ]], [[μύωψ]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ης</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 04:34, 19 May 2023

Greek Monolingual

ἐριώπης, ὁ, (θηλ. ἐριῶπις) (Α)
αυτός που έχει μεγάλα, ωραία μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. μόριο ερι- + -ωπης (< ωψ «οφθαλμός» που απαντά μόνο ως β’ συνθετικό
πρβλ. ελίκωψ, μύωψ + κατάλ. -ης)].