ἐντολικόν: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐντολικόν''': τό, [[ἔνταλμα]], [[ἐπίταγμα]], Κανὼν τῆς ἐν Καρθ. Συνόδ. 92, Συλλ. Ἐπιγρ. 2712. 8· - ἐντολικάριος, ὁ, = ὁ ἐντεταλμένος, Κανὼν τῆς ἐν Ἐφέσῳ Συνόδου 1313D, Θεοφάν. 432, 13., 441, 11.
|lstext='''ἐντολικόν''': τό, [[ἔνταλμα]], [[ἐπίταγμα]], Κανὼν τῆς ἐν Καρθ. Συνόδ. 92, Συλλ. Ἐπιγρ. 2712. 8· - [[ἐντολικάριος]], ὁ, = ὁ ἐντεταλμένος, Κανὼν τῆς ἐν Ἐφέσῳ Συνόδου 1313D, Θεοφάν. 432, 13., 441, 11.
}}
}}

Revision as of 21:02, 19 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντολικόν Medium diacritics: ἐντολικόν Low diacritics: εντολικόν Capitals: ΕΝΤΟΛΙΚΟΝ
Transliteration A: entolikón Transliteration B: entolikon Transliteration C: entolikon Beta Code: e)ntoliko/n

English (LSJ)

τό,
1 authorization, power of attorney, PFlor.142.2 (iii A. D.), etc.
2 prescription, recipe, BGU953.1 (iii/iv A. D.), dub. sens. in POxy.1775.13 (iv A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐντολικόν: τό, ἔνταλμα, ἐπίταγμα, Κανὼν τῆς ἐν Καρθ. Συνόδ. 92, Συλλ. Ἐπιγρ. 2712. 8· - ἐντολικάριος, ὁ, = ὁ ἐντεταλμένος, Κανὼν τῆς ἐν Ἐφέσῳ Συνόδου 1313D, Θεοφάν. 432, 13., 441, 11.