νεοπευθής: Difference between revisions
From LSJ
Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=neopefthis | |Transliteration C=neopefthis | ||
|Beta Code=neopeuqh/s | |Beta Code=neopeuqh/s | ||
|Definition= | |Definition=νεοπευθές, [[late-learnt]], prob. for [[νεοπαθῆ]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], for [[νεοπεφθῆ]], Phot. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 09:19, 25 August 2023
English (LSJ)
νεοπευθές, late-learnt, prob. for νεοπαθῆ, Hsch., for νεοπεφθῆ, Phot.
Greek (Liddell-Scott)
νεοπευθής: -ές, ὁ νεωστὶ ἀκουσθείς, κατὰ τὸν Alberti ἀντὶ νεοπαθῆ παρ’ Ἡσυχ., ἀντὶ νεοπεφθῆ παρὰ Φωτ.
Greek Monolingual
νεοπευθής, -ές (Α)
αυτός που έγινε γνωστός πριν από λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -πευθής (< πεύθω «πληροφορούμαι»), πρβλ. πολυπευθής].