κύλλια: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kyllia
|Transliteration C=kyllia
|Beta Code=ku/llia
|Beta Code=ku/llia
|Definition=<b class="b3">ὑπώπια μελανά</b>, Hsch. κύλλοβος ([[κόλλ]]- cod.)<b class="b3">· ξηρὰ συκῆ</b>, Id.
|Definition=ὑπώπια μελανά, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] κύλλοβος ([[κόλλια]] cod.)· ξηρὰ συκῆ, Id.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κύλλια]], τὰ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὑπώπια μελανά».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύλα]] (<i>τὰ</i>) «κοιλότητες [[κάτω]] από τα μάτια», με εκφραστικό αναδιπλασιασμό του -<i>λ</i>-, <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ια</i>].
|mltxt=[[κύλλια]], τὰ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὑπώπια μελανά».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύλα]] (<i>τὰ</i>) «κοιλότητες [[κάτω]] από τα μάτια», με εκφραστικό αναδιπλασιασμό του -<i>λ</i>-, <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ια</i>].
}}
}}

Latest revision as of 09:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύλλια Medium diacritics: κύλλια Low diacritics: κύλλια Capitals: ΚΥΛΛΙΑ
Transliteration A: kýllia Transliteration B: kyllia Transliteration C: kyllia Beta Code: ku/llia

English (LSJ)

ὑπώπια μελανά, Hsch. κύλλοβος (κόλλια cod.)· ξηρὰ συκῆ, Id.

Greek Monolingual

κύλλια, τὰ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ὑπώπια μελανά».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύλα (τὰ) «κοιλότητες κάτω από τα μάτια», με εκφραστικό αναδιπλασιασμό του -λ-, + κατάλ. -ια].