ὀχθᾶσθαι: Difference between revisions
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
m (Text replacement - "ᾱσθαι" to "ᾶσθαι") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ochthasthai | |Transliteration C=ochthasthai | ||
|Beta Code=o)xqa=sqai | |Beta Code=o)xqa=sqai | ||
|Definition= | |Definition=ἀπὸ τοῦ ὄχθη, οἱ γὰρ στένοντες ἑαυτοὺς μετεωρίζουσιν, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὀχθᾶσθαι (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἀπὸ τοῦ [[ὄχθη]], οἱ γὰρ στένοντες ἑαυτοὺς μετεωρίζουσιν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Έχει προταθεί η διόρθ. του τ. σε <i>ὀχθεῖσθαι</i>]. | |mltxt=ὀχθᾶσθαι (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἀπὸ τοῦ [[ὄχθη]], οἱ γὰρ στένοντες ἑαυτοὺς μετεωρίζουσιν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Έχει προταθεί η διόρθ. του τ. σε <i>ὀχθεῖσθαι</i>]. | ||
}} | }} |