ἀμφίγειος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=amfigeios
|Transliteration C=amfigeios
|Beta Code=a)mfi/geios
|Beta Code=a)mfi/geios
|Definition=ον, [[with land on both sides]], θάλασσα Phot., Suid.S.v. [[πορθμός]].
|Definition=ἀμφίγειον, [[with land on both sides]], θάλασσα Phot., Suid.S.v. [[πορθμός]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 09:26, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίγειος Medium diacritics: ἀμφίγειος Low diacritics: αμφίγειος Capitals: ΑΜΦΙΓΕΙΟΣ
Transliteration A: amphígeios Transliteration B: amphigeios Transliteration C: amfigeios Beta Code: a)mfi/geios

English (LSJ)

ἀμφίγειον, with land on both sides, θάλασσα Phot., Suid.S.v. πορθμός.

Spanish (DGE)

-ον
situado entre dos tierras θάλασσα Phot.s.u. πορθμός, Sud.s.u. πορθμός.

Greek Monolingual

-ο (ν) (Μ ἀμφίγειος)
νεοελλ.
(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.)
τα αμφίγεια
στενές δίοδοι της θάλασσας, στενά, κανάλια
μσν.
λέγεται για τη θάλασσα που έχει και από τα δύο μέρη γη, δηλ. για τον πορθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -γειος < γῆ].