ὑπερανάστης: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=yperanastis
|Transliteration C=yperanastis
|Beta Code=u(perana/sths
|Beta Code=u(perana/sths
|Definition=ου, ὁ, = [[μετανάστης]], Hsch., Phot.
|Definition=ὑπερανάστου, ὁ, = [[μετανάστης]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Phot.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 09:28, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερανάστης Medium diacritics: ὑπερανάστης Low diacritics: υπερανάστης Capitals: ΥΠΕΡΑΝΑΣΤΗΣ
Transliteration A: hyperanástēs Transliteration B: hyperanastēs Transliteration C: yperanastis Beta Code: u(perana/sths

English (LSJ)

ὑπερανάστου, ὁ, = μετανάστης, Hsch., Phot.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερανάστης: -ου, ὁ, = μετανάστης. «ὑπερανάστης· μετανάστης, μεταβάτης» Ἡσύχ., Φώτ. ἐν λέξ. - Ἀδόκιμος λέξις κατὰ Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 198.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ο μετανάστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + νάστης (< ναίω «κατοικώ), βλ. και λ. μετανάστης.