παχύρραβδος: Difference between revisions
From LSJ
Ἴσος ἴσθι κρίνων καὶ φίλους καὶ μὴ φίλους → Sis idem, amicos an inimicos iudices → Ob Freund, ob nicht-Freund du beurteilst, bleibe gleich
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pachyrravdos | |Transliteration C=pachyrravdos | ||
|Beta Code=paxu/rrabdos | |Beta Code=paxu/rrabdos | ||
|Definition= | |Definition=παχύρραβδον, [[with thick shoots]], Dsc.[1.14] (Comp.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 09:36, 25 August 2023
English (LSJ)
παχύρραβδον, with thick shoots, Dsc.[1.14] (Comp.).
Greek (Liddell-Scott)
παχύρραβδος: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων παχείας, χονδρὰς ῥάβδους, «ἔστι δέ τι λεγόμενον κιννάμωμον, ὃ ἔνιοι ψευδοκιννάμωμον καλοῦσιν εὐερνὲς καὶ παχυρραβδότερον» Διοσκ. 1, 13 σελ. 26 ἐν ὑποσημ. ὡς διάφ. γραφ.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει χοντρές ράβδους ή ραβδώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ- + ῥάβδος (πρβλ. πολύρραβδος)].