ὁμοιοφανής: Difference between revisions
From LSJ
οὐ σύ με λοιδορεῖς, ἀλλ᾿ ὁ τόπος → it is not thou who mockest me, but the roof on which thou art standing (Aesop)
(28) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=omoiofanis | |Transliteration C=omoiofanis | ||
|Beta Code=o(moiofanh/s | |Beta Code=o(moiofanh/s | ||
|Definition= | |Definition=ὁμοιοφανές, name of a bandage, Gal.18(1).777. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 09:42, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁμοιοφανές, name of a bandage, Gal.18(1).777.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοιοφανής: -ές, ὅμοιος ἢ ὁμοίως φαινόμενος, Γαλην. 12, 473Β.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ ὁμοιοφανής, -ές) νεοελλ. ζωολ. αυτός που χαρακτηρίζεται από ομοιοφάνεια
μσν.-αρχ.
αυτός που παρέχει όμοια οπτική εντύπωση, που φαίνεται όμοια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -φανής (< φαίνω / φαίνομαι)].