μεμόρηται: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεμόρηται:''' γʹ ενικ. Παθ. παρακ. του [[μείρομαι]]· μτχ. [[μεμορημένος]].
|lsmtext='''μεμόρηται:''' γʹ ενικ. Παθ. παρακ. του [[μείρομαι]]· μτχ. [[μεμορημένος]].
}}
}}

Latest revision as of 09:46, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεμόρηται Medium diacritics: μεμόρηται Low diacritics: μεμόρηται Capitals: ΜΕΜΟΡΗΤΑΙ
Transliteration A: memórētai Transliteration B: memorētai Transliteration C: memoritai Beta Code: memo/rhtai

English (LSJ)

μεμορημένος, μεμορμένος, v. μείρομαι.

Greek (Liddell-Scott)

μεμόρηται: μεμορμένος, ἴδε ἐν λ. μείρομαι.

Greek Monotonic

μεμόρηται: γʹ ενικ. Παθ. παρακ. του μείρομαι· μτχ. μεμορημένος.