συγκαταφαγεῖν: Difference between revisions
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συγκαταφᾰγεῖν:''' απαρ. αορ. | |lsmtext='''συγκαταφᾰγεῖν:''' απαρ. αορ. βʹ του [[συγκατεσθίω]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:48, 25 August 2023
English (LSJ)
aor. inf. of συγκατεσθίω.
German (Pape)
[Seite 966] aor. zu συγκατεσθίω.
French (Bailly abrégé)
inf. ao.2 de συγκατεσθίω.
Russian (Dvoretsky)
συγκαταφᾰγεῖν: inf. aor. 2 к συγκατεσθίω.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαταφᾰγεῖν: ἀπαρ. ἀόρ. τοῦ συγκατεσθίω.
Greek Monotonic
συγκαταφᾰγεῖν: απαρ. αορ. βʹ του συγκατεσθίω.