φαρμακηρός: Difference between revisions

From LSJ

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=farmakiros
|Transliteration C=farmakiros
|Beta Code=farmakhro/s
|Beta Code=farmakhro/s
|Definition=ά, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> (φάρμακον ''III'') [[treated with preservatives]], κωπῶν ζεύγη <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>544.21</span> (ii A. D.). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[glazed]], of bronze vessels, ib. <span class="bibl">17</span>.</span>
|Definition=ά, όν,<br><span class="bld">A</span> (φάρμακον ''III'') [[treated with preservatives]], κωπῶν ζεύγη ''BGU''544.21 (ii A. D.).<br><span class="bld">2</span> [[glazed]], of bronze vessels, ib. 17.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ά, -όν, Α<br /><b>1.</b> (για μεταλλικά είδη) επικαλυμμένος με [[σμάλτο]]<br /><b>2.</b> (για ξύλινα αντικείμενα) εμποτισμένος με αντισηπτικό [[υγρό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φάρμακον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> ([[πρβλ]]. [[ταριχηρός]])].
|mltxt=-ά, -όν, Α<br /><b>1.</b> (για μεταλλικά είδη) επικαλυμμένος με [[σμάλτο]]<br /><b>2.</b> (για ξύλινα αντικείμενα) εμποτισμένος με αντισηπτικό [[υγρό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φάρμακον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> ([[πρβλ]]. [[ταριχηρός]])].
}}
}}

Latest revision as of 10:55, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαρμᾰκηρός Medium diacritics: φαρμακηρός Low diacritics: φαρμακηρός Capitals: ΦΑΡΜΑΚΗΡΟΣ
Transliteration A: pharmakērós Transliteration B: pharmakēros Transliteration C: farmakiros Beta Code: farmakhro/s

English (LSJ)

ά, όν,
A (φάρμακον III) treated with preservatives, κωπῶν ζεύγη BGU544.21 (ii A. D.).
2 glazed, of bronze vessels, ib. 17.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
1. (για μεταλλικά είδη) επικαλυμμένος με σμάλτο
2. (για ξύλινα αντικείμενα) εμποτισμένος με αντισηπτικό υγρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + κατάλ. -ηρός (πρβλ. ταριχηρός)].